ἀνεύρετος
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
English (LSJ)
ον,
A undiscovered, Pl.Lg.874a, D.S.5.20, Plu.2.700d, POxy.472.14 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 227] nicht aufzufinden, Plat. Legg. IX, 874 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεύρετος: -ον, ὃν εἶναι δύσκολον νὰ εὕρῃ τις, Πλάτ. Νόμ. 874Α, Διόδ. 5. 20, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on ne peut découvrir.
Étymologie: ἀνευρίσκω.
Spanish (DGE)
-ον
• Grafía: graf. -ρητος PAmh.2.125 praef. (I d.C.)
1 no descubierto ἐὰν ... ὁ κτείνας ... ἀνεύρετος γίγνηται Pl.Lg.874a, ἄνδρες PAmh.l.c., δοῦλος POxy.472.14 (II d.C.). de una isla, D.S.5.20, αἰτία Plu.2.700d, κακία PSI 234.12 (II d.C.).
2 que no puede ser descubierto τὸ καλόν Ph.1.568, βιβλία SB 7378.7 (II d.C.), βίβλοι Corp.Herm.Fr.23.8, ὁ ἀληθὴς λόγος S.E.P.2.167.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀνεύρετος, -ον) ευρίσκω
εκείνος που δεν έχει ή είναι δύσκολο να βρεθεί, να ανακαλυφθεί.