ἀνθρακοθήκη
English (LSJ)
ἡ,
A coal-cellar, Gloss.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθρᾰκοθήκη: ἡ, ἀποθήκη ἀνθράκων, «καρβουνοθήκη» Γλωσσ.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ carbonera, Gloss.2.227.
ἡ,
A coal-cellar, Gloss.
ἀνθρᾰκοθήκη: ἡ, ἀποθήκη ἀνθράκων, «καρβουνοθήκη» Γλωσσ.
-ης, ἡ carbonera, Gloss.2.227.