πόρνευσις
From LSJ
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
εως, ἡ, = foreg., Secund. Sent.14.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορνεύω
η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία.