ἀνθήλη

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλη Medium diacritics: ἀνθήλη Low diacritics: ανθήλη Capitals: ΑΝΘΗΛΗ
Transliteration A: anthḗlē Transliteration B: anthēlē Transliteration C: anthili Beta Code: a)nqh/lh

English (LSJ)

ἡ,

   A the silky flower-tufts of the reed, Thphr.HP4.10.4, Dsc. 1.85, cj. for ἀνθίνη in Phan.Hist.25:—ἀνθήλη· πώγων, Hsch. (cf. ἀνθήλη πυρός Id.).

German (Pape)

[Seite 232] ἡ, die Blüthe, bei Diosc. ἄνθος ἐκπαππούμενον, dic Federkrone der Blüthe, dah. auch der haarige Blumenbüschel des Rohrs, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλη: ἡ, (ἀνθηλὸς ἀντὶ ἀνθηρὸς) ὁ χνουδωτὸς στάχυς, κοιν. «φοῦντα» τοῦ καλάμου, Λατ. panicula, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 4. 10, 4, Διοσκ. 1. 114.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 penacho o cabeza del junco φύει τὴν ἀνθήλην Phan.37, cf. Thphr.HP 4.10.4, Dsc.1.85, PUniv.Giss.12.6, 13.4 (I d.C.).
2 ἀνθήλη· πώγων [ἢ περιδέρμα] Hsch.

Greek Monolingual

η (Α ἀνθήλη) άνθος
νεοελλ.
είδος ταξιανθίας
αρχ.
ο θύσανος, η φούντα φυτού (όπως των δημητριακών ή του καλαμιού).