πορφύρεος
Κρίνει φίλους ὁ καιρός, ὡς χρυσὸν τὸ πῦρ → Aurum probatur igne, amicus tempore → Der Zeitpunkt sondert Freunde, wie das Feuer Gold
English (LSJ)
η, ον, Att. πορφῠροῦς, ᾶ, οῦν, Aeol. πορφύριος Sapph.64, Alc.Supp.11.2 (πόρφυρον ἄνθος is corrupt in Sapph.94, and πορφυρ[α] as neut. pl. () is found in Sapph.Supp.20a.9); -ύριος also in IG5(1).1390.179 (Andania, i B.C.): I in Hom., 1 of the sea (cf. πορφύρω), heaving, surging, [χαράδραι] ἐς . . ἅλα πορφυρέην μεγάλα στενάχουσι ὁέουσαι Il.16.391; ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ' ἴαχε νηὸς ἰούσης 1.482, Od.2.428; π. κῦμα . . ποταμοῖο ἵστατ' ἀειρόμενον Il.21.326, cf. Od.11.243; θάλασσα Alc.l.c. 2 of blood, gushing, αἵματι δὲ χθὼν δεύετο π. Il.17.361; so, π. θάνατος onrushing death, of death in battle, 5.83, al. (but, π. θάνατος· ὁ μέλας καὶ βαθὺς καὶ ταραχώδης, Hsch.). 3 of the rainbow, Il.17.547; to which a supernatural π. νεφέλη is compared, ib.551; perh. lurid. II purple, of stuff, cloths, etc., π. φᾶρος Il.8.221; χλαῖνα Od.4.115; πέπλοι Il.24.796; δίπλαξ 3.126, Od.19.242; ῥήγεα Il.24.645; τάπητες 9.200, Od.20.151; σφαῖρα 8.373; χλάμυς Sapph.64; σπάργανα, πτερά, Pi.P.4.114, 183; χλανίς, χιτών, Simon.37.11, B.17.52, cf. A.Pers.317, Hdt.1.50, E.Or.1457 codd. (lyr.), etc. 2 of human complexion, bright-red, rosy, flushing, π. Ἀφροδίτη Anacr.2.3; στόμα Simon.72; παρῇδες Phryn.Trag.13; χείλη IG3.1376. 3 purple-clad, in purple, Luc. Tim.20. 4 neut. pl. πορφυρᾶ purple colour or purple spots, Ael.NA17.33. 5 πορφυροῦν (sc. ἄνθος), τό, Woodfordia floribunda (an Indian shrub), Ctes.Fr.57.21. 6 Adv. -ῶς, στύφειν mordant for purple, PHolm.24.37.