ἀπογείσωμα
From LSJ
ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers
English (LSJ)
ατος, τό,
A projecting cornice: metaph. of eyebrows, Arist.PA58b16.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπογείσωμα: το, γεῖσον, γραμμὴ προεξέχουσα ἄνωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
cornisa saliente fig. de las cejas, Arist.PA 658b16.
Greek Monolingual
το (Α ἀπογείσωμα)
προεξοχή στέγης, το γείσο.