ἀπόκνησις

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shrinking from, στρατειῶν Th. 1.99; ἀ. πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.

German (Pape)

[Seite 307] ἡ, Zögerung aus Furcht, Thuc. 1, 99.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκνησις: -εως, ἡ, ἀποφυγή, ἀποχὴ ἕνεκα ὄκνου, φόβου, ἀπ..., στρατειῶν Θουκ. 1. 99· ἀπ. πρός τι Πλούτ. 2. 783Β.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
refus ou hésitation par faiblesse ou par crainte.
Étymologie: ἀποκνέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
acción de retroceder, titubeo, indecisión ἀ. τῶν στρατειῶν Th.1.99, πρὸς τοὺς πολιτικοὺς ἀγῶνας Plu.2.783b.

Greek Monolingual

ἀπόκνησις, η (Α) αποκναίω
δισταγμός για κάτι.