ἀποκνέω
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
English (LSJ)
A shrink from, c. acc., τὸν κίνδυνον Th.3.20; τὸν πλοῦν Id.8.12; πρός τι Zos.5.40:—c. inf., shrink from doing, Th.4.11, Pl. Phd.84c, Tht.166b.
2 abs., shrink back, hesitate, Th.3.55, 6.18, Pl.Lg.78od, etc.
Spanish (DGE)
1 retroceder ante c. ac. τὸν κίνδυνον Th.3.20, Aristid.2.264, τὸν πλοῦν Th.8.12
•c. prep. πρὸς οὐδὲν τούτων Luc.Abd.16, πρὸς τὸ πολεμεῖν Zos.5.40.
2 dudar, vacilar c. inf. εἰπεῖν καὶ διελθεῖν Pl.Phd.84c, ὁμολογεῖν Pl.Tht.166b, παραγενέσθαι PCair.Zen.416.3 (III a.C.), cf. D.C.53.3.2, Aristid.1.374, Aristaenet.1.13.54
•abs. Th.3.55, 4.11, 6.18, Pl.Lg.780d, Aristid.1.443.
German (Pape)
[Seite 307] aus Trägheit od. Furcht eine Sache verzögern, unterlassen, κίνδυνον Thuc. 3, 30; absolut, 3, 20. 7, 21; Bedenken tragen, εἰπεῖν Plat. Phaed. 84 c; ὁμολογεῖν Theaet. 166 b; Folgde, wie Dem.
French (Bailly abrégé)
ἀποκνῶ :
reculer par faiblesse ou par crainte : τι devant qch ; avec l'inf. craindre de ; abs. reculer, hésiter.
Étymologie: ἀπό, ὀκνέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκνέω:
1 отступать (перед чем-л.) в страхе, пугаться (τι Thuc.);
2 бояться, не решаться, колебаться (Thuc.; ποιεῖν τι Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκνέω: ἀπέχομαί τινος, ἀποφεύγω τι ἕνεκα ὄκνου, φόβου, μετ’ αἰτ., τὸν κίνδυνον Θουκ. 3. 20· τὸν πλοῦν ὁ αὐτ. 8. 12: - μετ’ ἀπαρ., ἀπέχομαι τοῦ νὰ πράξω τι, ὁ αὐτ. 4. 11, Πλάτ. Φαίδων 84C, Θεαίτ. 166Β. 2) ἀπολ. ὀπισθοχωρῶ, ἐπέχω, διστάζω, Θουκ. 3. 55., 6. 16, Πλάτ. κλ.
Greek Monotonic
ἀποκνέω: μέλ. -ήσω,
1. δειλιάζω ενώπιον του κινδύνου, με αιτ., σε Θουκ.· με απαρ., αποφεύγω να κάνω κάτι λόγω οκνηρία ή δειλίας, στον ίδ., Πλάτ.
2. απόλ., οπισθοχωρώ, υπαναχωρώ, δειλιάζω, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
1. to shrink from danger, c. acc., Thuc.: —c. inf. to shrink from doing, Thuc., Plat.
2. absol. to shrink back, hesitate, Thuc., Plat., etc.
Lexicon Thucydideum
detreclare, to refuse, decline, 3.30.4, 6.92.5, 8.12.1,
metu desistere, to give up through fear, 3.20.2,
cunctari, to delay, 3.55.3, 4.11.4, Ibid. in the same place 6.18.1, 7.21.4.