ἀποινάω

Revision as of 21:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A demand the fine due from the murderer (cf. ἄποινα 11), Lexap.D.23.28, cf. 33:—Med., hold to ransom, E.Rh.177, cf. 66 (lyr., dub.).

German (Pape)

[Seite 304] (ποινή), gegen ein Blutgeld einem Mörder seine Schuld erlassen, ein Lösegeld von Einem fordern, Dem. 23, 28 im Gesetz, wo er nachher χρήματα πράττεσθαι erklärt. – Med., sich ein Lösegeld geben lassen, Eur. Rhes. 177 τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις, Schol. λύτρα λαβὼν ἀπολῦσαι. Dah. Vergeltung üben, τινός, wofür, ὅπως πολυφόνου χειρὸς ἀποινάσαιο Eur. Rhes. 466. Vgl. ἀποινόω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποινάω: (ποινὴ) ἀπαιτῶ τὸ παρὰ τοῦ φονέως ὀφειλόμενον πρόστιμον (ἴδε ἄποινα ΙΙ.), Νόμος παρὰ Δημ. 629, 22, πρβλ. 630 ἐν τέλ. - Μέσ. λαμβάνω λύτρα ὅπως ἀπολύσω τινά, τίν’ οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ’ ἀποινᾶσθαι θέλεις; «τίνα τῶν Ἀχαιῶν λύτρα λαβὼν βούλει ἀπολῦσαι;» (Σχόλ.) Εὐρ. Ρῆσ. 177, πρβλ. 466.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
exiger une rançon pour un meurtre.
Étymologie: ἄποινα.

Spanish (DGE)

1 abs. exigir indemnización por un crimen Sol.Lg.11, λυμαίνεσθαι δὲ μή, μηδὲ ἀποινᾶν Sol.Lg.16, IG 12.115.31 (V a.C.), λῄζεσθαί τε καὶ ἀποινᾶν Philostr.Im.2.19, cf. Hsch.
2 en v. med. obtener como recompensa τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις; E.Rh.177
fig. obtener compensación o venganza πολυφόνου χειρὸς ... λόγχᾳ E.Rh.466.

Greek Monotonic

ἀποινάω: μέλ. -ήσω, απαιτώ το οφειλόμενο πρόστιμο από τον φονιά, Νόμ. παρά Δημ. — Μέσ., λαμβάνω λύτρα για κάποιον, σε Ευρ.