ἀποινάω
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
demand the fine due from the murderer (cf. ἄποινα ΙΙ), Lexap.D.23.28, cf. 33:—Med., hold to ransom, E.Rh.177, cf. 66 (lyr., dub.).
Spanish (DGE)
1 abs. exigir indemnización por un crimen Sol.Lg.11, λυμαίνεσθαι δὲ μή, μηδὲ ἀποινᾶν Sol.Lg.16, IG 12.115.31 (V a.C.), λῄζεσθαί τε καὶ ἀποινᾶν Philostr.Im.2.19, cf. Hsch.
2 en v. med. obtener como recompensa τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις; E.Rh.177
•fig. obtener compensación o venganza πολυφόνου χειρὸς ... λόγχᾳ E.Rh.466.
German (Pape)
[Seite 304] (ποινή), gegen ein Blutgeld einem Mörder seine Schuld erlassen, ein Lösegeld von Einem fordern, Dem. 23, 28 im Gesetz, wo er nachher χρήματα πράττεσθαι erklärt. – Med., sich ein Lösegeld geben lassen, Eur. Rhes. 177 τίν' οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ' ἀποινᾶσθαι θέλεις, Schol. λύτρα λαβὼν ἀπολῦσαι. Dah. Vergeltung üben, τινός, wofür, ὅπως πολυφόνου χειρὸς ἀποινάσαιο Eur. Rhes. 466. Vgl. ἀποινόω.
French (Bailly abrégé)
ἀποινῶ :
exiger une rançon pour un meurtre.
Étymologie: ἄποινα.
Russian (Dvoretsky)
ἀποινάω:
1 требовать выкупа (за убийство) Dem.;
2 med. получать выкуп: πολυφόνου χειρὸς ἀποινᾶσθαι Eur. отомстить за многочисленные убийства.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποινάω: (ποινὴ) ἀπαιτῶ τὸ παρὰ τοῦ φονέως ὀφειλόμενον πρόστιμον (ἴδε ἄποινα ΙΙ.), Νόμος παρὰ Δημ. 629, 22, πρβλ. 630 ἐν τέλ. - Μέσ. λαμβάνω λύτρα ὅπως ἀπολύσω τινά, τίν’ οὖν Ἀχαιῶν ζῶντ’ ἀποινᾶσθαι θέλεις; «τίνα τῶν Ἀχαιῶν λύτρα λαβὼν βούλει ἀπολῦσαι;» (Σχόλ.) Εὐρ. Ρῆσ. 177, πρβλ. 466.
Greek Monotonic
ἀποινάω: μέλ. -ήσω, απαιτώ το οφειλόμενο πρόστιμο από τον φονιά, Νόμ. παρά Δημ. — Μέσ., λαμβάνω λύτρα για κάποιον, σε Ευρ.
Middle Liddell
[from ἄποινα
to demand the fine due from the murderer, Lex ap. Dem.:—Mid. to hold to ransom, Eur.