ἀπομαλακίζομαι

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπομᾰλᾰκίζομαι Medium diacritics: ἀπομαλακίζομαι Low diacritics: απομαλακίζομαι Capitals: ΑΠΟΜΑΛΑΚΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apomalakízomai Transliteration B: apomalakizomai Transliteration C: apomalakizomai Beta Code: a)pomalaki/zomai

English (LSJ)

   A to be weak or cowardly, show weakness, πρός τι in a thing, Arist.HA613a1, cf. Plu.Lyc.10.

German (Pape)

[Seite 314] aus Weichlichkeit etwas unterlassen, sich weichlich zeigen zu etwas, πρός τι Arist. H. A. 9, 7 Plut. Lyc. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομᾰλᾰκίζομαι: παθ., εἶμαι μαλακός, ἢ δειλός, δεικνύω ἀδυναμίαν, πρός τι, ἔν τινι πράγματι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9, 7, 4, πρβλ. Πλουτ. Λυκοῦργ. 10.

French (Bailly abrégé)

ne pouvoir, par mollesse, se plier (à un régime de vie).
Étymologie: μαλακίζω.

Spanish (DGE)

mostrar cobardía o debilidad, ἐάν τ' ἀπομαλακίζηται πρὸς τὴν εἴσοδον νεοττιᾶς Arist.HA 613a1, πρὸς τὴν κοινὴν ἀπομαλακιζόμενον δίαιταν Plu.Lyc.10, cf. 2.226f.

Greek Monolingual

ἀπομαλακίζομαι κ. -μαλθακίζομαι, κ. μαλθακοῡμαι (-όομαι) (Α)
δέχνομαι υπερβολικά μαλακός, αδύναμος, άτολμος, δειλός.