ἀροτροπόνος
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A working with the plough, AP9.274 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀροτροπόνος: -ον, ὁ μετὰ τοῦ ἀρότρου συμπονῶν, συνεργαζόμενος, ἀροτροπόνους ζεύγλας Ἀνθ. Π. 9. 274.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui travaille avec la charrue.
Étymologie: ἄροτρον, πένομαι.
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰ-]
que trabaja con el arado ζεῦγλαι AP 9.274 (Phil.).
Greek Monotonic
ἀροτροπόνος: -ον, αυτός που δουλεύει μαζί με άροτρο, σε Ανθ.