ἀσαπής
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
ές, (σήπομαι)
A not decayed, Hp.Epid.5.27, Arist.Pr.909b4, Thphr.HP3.12.3. Adv. -έως, = ἀπέπτως (acc. to Gal. ad loc.), Hp. Acut.16.
German (Pape)
[Seite 368] ές, nicht faulend, Stob. ecl. ph. 2 p. 934.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσᾰπής: -ές, (σήπομαι) ὁ μὴ ὑποκείμενος εἰς σῆψιν, ὁ μὴ σηπόμενος, κοινῶς, «ἀσάπιστος», Ἱππ. 1150G, Ἀριστ. Πρβλ. 14. 7. - Ἐπίρρ. ἀσαπέως, = ἀπέπτως, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386, ἴδε Littré.
Spanish (DGE)
-ές
1 no corrompido pred. sin corromper de la meninge, Hp.Epid.5.27.
2 incorruptible de lo que está en movimiento, Arist.Pr.909b4, τὸ ξηρότερον ἀσαπέστερον lo más seco se corrompe menos Arist.Pr.909b27, de ciertas maderas, Thphr.HP 3.8.4, 12.3, 17.5, Ph.Qu.Ge.2.4.32
•fig. de libros imperecedero, Corp.Herm.Fr.23.8.
3 adv. -έως medic. sin fermentar τοῦ πτυάλου ... καταγλισχραινομένου ἀ. Hp.Acut.16.
Greek Monolingual
-ές (AM ἀσαπής, -ές) σήπομαι
αυτός που δεν σαπίζει, ο ασάπιστος
αρχ.
ο ανεπεξέργαστος, ο αχώνευτος (ως ιατρ. όρος).