γογγύλλω

From LSJ
Revision as of 07:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει μάτην → Ne tu labores frustra in iis, quae nil iuvant → Müh nicht umsonst mit dem, was dir nichts nützt, dich ab

Menander, Monostichoi, 508
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γογγύλλω Medium diacritics: γογγύλλω Low diacritics: γογγύλλω Capitals: ΓΟΓΓΥΛΛΩ
Transliteration A: gongýllō Transliteration B: gongyllō Transliteration C: goggyllo Beta Code: goggu/llw

English (LSJ)

   A round (μεταστρέφει Suid.), Ar.Th.56 (Pors. for γογγυλίζει); cf. γογγυλεῖν· συστρεφεῖν (perh. συστρέψειν), Hsch.

German (Pape)

[Seite 500] nach Porsons Conj. Ar. Th. 56 für γογγυλίζω.

Greek (Liddell-Scott)

γογγύλλω: στρογγύλον ποιῶ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Πόρσ. ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 5β, γογγυλίζει (ὅπερ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει διὰ τοῦ μεταστρέφειν)· οὕτω ὁ Κόβητος ἐν V. LL. προτιμᾷ ξυγγογγύλας ἀντὶ -υλίσας ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 61, Λυσ. 973· καὶ γογγυλεῖν φαίνεται ἐσφαλμ. γραφ. παρ’ Ἡσυχ. ἀντὶ τοῦ γογγύλλειν,

Spanish (DGE)

redondear, dar forma redonda fig. ref. al discurso, Ar.Th.56, cf. Hsch.

Greek Monolingual

γογγύλλω (Α) γογγύλος
στρογγυλεύω κάτι.