δακρυσταγής
From LSJ
Μὴ κρῖν' ὁρῶν τὸ κάλλος, ἀλλὰ τὸν τρόπον → Mores in arbitrando, non faciem vide → Nach dem Charakter, nicht nach Schönheit urteile
Greek (Liddell-Scott)
δακρυσταγής: -ές, στάζων δάκρυα, μτγν.
Spanish (DGE)
(δακρυστᾰγής) -ές
lacrimoso, lloroso, γόος Tim.15.100, πόνοι Meth.Symp.291.
Greek Monolingual
δακρυσταγής (-οῡς), -ές (Α)
αυτός που προκαλεί ή συνοδεύεται από δάκρυα («πόνοι δακρυσταγείς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δάκρυ + -σταγής < στάζω (πρβλ. αιμοσταγής)].