δαλίον
From LSJ
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
English (LSJ)
τό, Dim. of δαλός, Ar.Pax959.
German (Pape)
[Seite 520] τό, dim. von δαλός, Ar. Pax 959.
Greek (Liddell-Scott)
δᾱλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ δαλός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 959.
Spanish (DGE)
(δᾱλίον) -ου, τό
tizón, pequeña antorcha Ar.Pax 959, cf. δαλός.
Greek Monolingual
δαλίον, το (Α)
μικρός δαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του δαλός].