δερματώδης
βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόν → once limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink
English (LSJ)
ες,
A like skin, κάλυμμα, φλέψ, Arist.HA505a7, 513b8; opp. σαρκώδης, Thphr.HP4.3.4 (Comp.); ἐπιφύσεις Gal.2.615, cf. Aët.16.1; leathery, Xenocr.29.
German (Pape)
[Seite 549] ες, lederartig, κάλυμμα Arist. H. A. 2, 13; Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
δερματώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος δορᾷ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 2. 13, 7., 3. 3, 13, κτλ.
Spanish (DGE)
-ες
de piel, dérmico, de la naturaleza de la piel del cuerpo humano y anim. κάλυμμα Arist.HA 505a7, φλέψ Arist.HA 513b8, (ὦτα) δερματωδέστερα ... αὐτοῦ τοῦ τῆς καρδίας σώματος ref. a las aurículas, Gal.2.615, οἱ τῆς γυναικὸς ὄρχεις Aët.16.1
•de plantas τὸ δὲ ἐκτὸς οὐ σαρκῶδες ἀλλὰ δερματοδέστερον ref. al fruto del loto, Thphr.HP 4.3.4, φλοιός Dsc.1.22
•subst. τὰ δερματώδη ἀκατέργαστά ἐστιν ref. a la parte gelatinosa de la ostra, e.e., al animal, Xenocr.29.
Greek Monolingual
-ες (AM δερματώδης, -ες)
όμοιος με δέρμα.