δευτερωτής
μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow
German (Pape)
[Seite 554] ὁ, der Ausleger der Tradition, der Rabbiner, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
δευτερωτής: -οῦ, ὁ, ἑρμηνευτὴς τῶν παραδόσεων, ῥαββῖνος, Εὐσ. Ε. Π. 513C.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
intérprete y esp. escriba judío ἦσαν δευτερωταὶ τοῦ νόμου ὡς γραμματικήν τινα ἐπιστήμην ὑφηγούμενοι Epiph.Const.Haer.15.1.1, cf. Anac.1.14, Eus.PE 11.5.3, Procop.Gaz.M.87.2176D.
Greek Monolingual
ο (AM δευτερωτής)
νεοελλ.
1. αυτός που δευτερώνει, επαναλαμβάνει κάτι
2. παροιμ. «του δευτερωτή το ζευγάρι σβέλτα σβαρνίζει» — είναι εύκολο να επαναλάβεις κάτι που έχεις κιόλας γίνει
αρχ.
ο ερμηνευτής της Παλαιάς Διαθήκης ή τών θρησκευτικών παραδόσεων τών Εβραίων.