διαπωτάομαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
Spanish (DGE)
volar fig. de la voz πᾶ μοι φθογγὰ διαπωτᾶται φοράδην; S.OT 1310.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πωτάομαι wegvliegen.