διορχέομαι

From LSJ
Revision as of 22:16, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διορχέομαι Medium diacritics: διορχέομαι Low diacritics: διορχέομαι Capitals: ΔΙΟΡΧΕΟΜΑΙ
Transliteration A: diorchéomai Transliteration B: diorcheomai Transliteration C: diorcheomai Beta Code: diorxe/omai

English (LSJ)

   A dance across or along, Opp.H.5.440.    II dance a match, Ar.V.1481.

Greek (Liddell-Scott)

διορχέομαι: ἀποθ., χορεύω διὰ μέσου, Ὀππ. Ἁλ. 5. 440. ΙΙ. διαγωνίζομαι πρός τινα ἐν τῇ ὀρχήσει, τινὶ Ἀριστοφ. Σφ. 1481.

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
1 danser à travers;
2 disputer le prix de la danse : τινι à qqn.
Étymologie: διά, ὀρχέομαι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [ép. pres. διορχεῦνται Opp.H.5.440]
1 competir en bailes c. dat. de pers. ἐμοὶ διορχησόμενος ἐνθάδ' εἰσίτω Ar.V.1499, cf. 1481.
2 bailar, danzar fig. de peces que huyen διορχεῦνται δ' ἐνὶ πόντῳ Opp.l.c.

Greek Monotonic

διορχέομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ., διαγωνίζομαι με κάποιον στην όρχηση, τινι, σε Αριστοφ.