δικτάτωρ

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτάτωρ Medium diacritics: δικτάτωρ Low diacritics: δικτάτωρ Capitals: ΔΙΚΤΑΤΩΡ
Transliteration A: diktátōr Transliteration B: diktatōr Transliteration C: diktator Beta Code: dikta/twr

English (LSJ)

[ᾱ], ορος or ωρος, ὁ, Lat.

   A dictator, Plb.3.87.7, etc.: hence δικτᾱτωρ-εία, ἡ, the dictatorship, D.H.6.22 (δι-ία, Plu.Fab.3):

German (Pape)

[Seite 630] ορος, ὁ, der röm. Dictator, Pol. 3, 87 u. A. Bei D. Hal. 5, 73 u. öfter gen. δικτάτωρος.

Greek (Liddell-Scott)

δικτάτωρ: [ᾱ], ωρος, ὁ, ὁ παρὰ Ρωμαίοις dictator, Πολύβ. 3. 87, 7, κτλ.· ―δικτᾱτωρεύω, εἶμαι δικτάτωρ, Δίων Κ. 43. 1. δικτᾱτωρεία, ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ δικτάτωρος, Διον. Ἁλ. 6. 22· ἢ -ία Πλούτ. Φαβ. 3. ― Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 134 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
= lat. dictator, dictateur à Rome.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ

• Morfología: [gen. -ωρος Plu.2.283b, 768a]
lat. dictator
1 dictador en Roma magistrado extraordinario nombrado en situaciones de emergencia, Plb.3.87.6, 103.4, D.S.12.80, Plu.Fab.10, ἐνιαυσίους ἄρχοντας ἀποδεῖξαι τὴν αὐτὴν ἔχοντας ἐξουσίαν τοῖς βασιλεῦσι, καλεῖν δ' αὐτοὺς δικτάτορας D.H.5.74, cf. Plu.Cam.18, de Sila ἐς ἀεὶ δ. γενόμενος App.BC 1.3, cf. IStratonikeia 505.105, 127 (I a.C.), Chronicum Romanum A 5, de Julio César SEG 34.177 (Atenas I a.C.), δ. τὸ δεύτερον SEG 14.561 (Quíos I a.C.), IP 379.4 (I a.C.), I.AI 14.190, δ. τ[ὸ τ] ρίτον IG 12(2).35b.7 (Mitilene I a.C.), δ. διὰ βίου SEG 39.1290.5 (Sardes I a.C.)
gener. dominador, que domina o gobierna Ῥώμης δικτάτορος οὔσης Orac.Sib.12.13.
2 como adj. dictatorial, de dictador δ. ἀρχή poder dictatorial, dictadura D.H.6.33, App.BC 3.25.

Greek Monolingual

ο
βλ. δικτάτορας.