δικτάτορας
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
Greek Monolingual
και δικτάτωρ, ο (AM δικτάτωρ, -ωρος και -ορος)
νεοελλ.
1. αυτός που ασκεί συγκεντρωτικά όλες τις πολιτικές και στρατιωτικές εξουσίες
2. όποιος διοικεί μια υπηρεσία ή έναν κλάδο με αυξημένες εξουσίες
3. εκείνος ο οποίος ενεργεί κατά την κρίση του χωρίς να ενδιαφέρεται για κανόνες ή για τη γνώμη τών άλλων
αρχ.-μσν.
άρχοντας στην αρχαία Ρώμη, ο οποίος εκλεγόταν από τους υπάτους κατόπιν προτάσεως της Γερουσίας, σε δύσκολες περιστάσεις, για ένα εξάμηνο και ασκούσε μόνος του την εκτελεστική εξουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ελλ. δικτάτωρ < λατ. dictator, που ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα deik- / dik- «δείχνω» όπως και το ελλ. δείκνυμι. Από τη Λατινική η λ. εισήχθη και σε νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. γαλλ. dictateur, ισπαν. dictator, ιταλ. dittatore)].