διοχυρόω
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
English (LSJ)
strengthd. for ὀχυρόω, Plb.5.46.3 (Pass.).
Greek (Liddell-Scott)
διοχῠρόω: ἐπιτεταμ. ὀχυρόω, Πολύβ. 5. 46, 3.
Spanish (DGE)
fortificar en v. pas., Plb.5.46.3.
Russian (Dvoretsky)
διοχῠρόω: сильно укреплять (διωχυρωμένος τάφροις καὶ χάραξι Polyb.).