διατίτρημι
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
v. διατετραίνω.
Spanish (DGE)
1 perforar, taladrar διατιτρὰς εἴσω (τοῦ θώρακος) Ruf.Ren.Ves.2.36, τι μέρος del hueso, Gal.3.717, cf. 4.89, 14.49, τὰ σκάφη τῶν Λιβύων ... διετίτρη πρύμνας App.Pun.122, c. dat. instrum. ὀστοῦν ... διατίτρησιν ... λοξαῖς ἕλιξι δίκην λαβυρίνθου Gal.3.645, cf. 4.298, en v. pas. ὕδωρ ... ἐκ τοῦ διατιτραμένου λόφου καταφερόμενον agua que desciende de una colina perforada Gal.12.239, τὰ διατιτράμενα τῶν ὀστῶν Gal.3.720, 4.86, 98.
2 c. ac. de resultado abrir διατιτράντες ἄνω τὰς ὑπογείους ὁδούς excavando hacia la superficie los caminos subterráneos D.C.69.12.3.