δρακοντία
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
μεγάλη,
A = δρακόντιον 111, Ps.-Dsc.2.166; δ. μικρά, = ἄρον, ib.167.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): lat. tracontea Pelagon.84 (cód.), dragantea, Gloss.3.595
• Grafía: graf. -εία Gp.13.8.7
1 bot. dracontea o dracontía n. de varias especies de la familia Araceae, a las que se atribuyen propiedades medicinales o apotropaicas de las serpientes ἀβλαβῆ ἀπ' ἐχίδνης διαφυλάττει δρακοντίας χυλὸς συγχρισθεὶς ταῖς χερσίν Orib.Ec.123.1, τῷ χριομένῳ χυλῷ δρακοντείας βοτάνης ὄφιν μὴ προσιέναι Gp.l.c., cf. Eutecnius Th.Par.48.28, Ps.Apul.Herb.14.1
•δ. μεγάλη dragontea mayor, Dracunculus vulgaris (L.) Schott, Ps.Dsc.2.166, Orib.11.δ.11, dracontea femina Ps.Dsc.Herb.Fem.44; δ. μικρά cierta especie que posee hojas comestibles, Ps.Dsc.2.167, Orib.11.δ.12, cf. δρακόντιον, δρακόντιος.
2 vet. enfermedad de los caballos caracterizada por la aparición virulenta de ampollas Hippiatr.130.121.
Greek Monolingual
η και δρακόντιο, το (Α δρακοντία, η)
βοτ. ονομασία του φυτού δρακούνκουλος ο κοινός, φιδόχορτο.