δύσλεκτος
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
English (LSJ)
ον,
A hard to tell, A.Pers.702 (anap.).
German (Pape)
[Seite 683] schwer, nicht auszusprechen, infandus, Aesch. Pers. 688.
Greek (Liddell-Scott)
δύσλεκτος: -ον, δυσκόλως λεγόμενος, δυσέκφραστος, Λατ. infandus, Αἰσχύλ. Πέρσ. 702.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à dire, indicible.
Étymologie: δυσ-, λέγω³.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de decir neutr. plu. subst. λέξας δύσλεκτα φίλοισιν A.Pers.702, cf. Sch.Lyc.9.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δύσλεκτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που δύσκολα εκφράζεται, προφέρεται
αρχ.
εκείνος που δύσκολα λέγεται ή ανακοινώνεται.