δυσαχής

Revision as of 07:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

English (LSJ)

ές, (ἄχος)

   A most painful, πάθος A.Eu.145 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 677] (ἄχος), schwer zu beklagen; πάθος Aesch. Eum. 140. ές, dor. = δυσηχής.

Greek (Liddell-Scott)

δυσᾱχής: -ές, Δωρ. ἀντὶ δυσηχής, Ἀνακρ. 108.

French (Bailly abrégé)

2ής, ές :
pénible, affligeant.
Étymologie: δυσ-, ἄχος.

Spanish (DGE)

(δυσᾰχής) -ές
cruel, doloroso πάθος A.Eu.145 (cód., pero v. δυσακής).

Greek Monolingual

(I)
δυσαχής, -ές (Α)
ο πολύ λυπηρός.———————— (II)
δυσαχής, -ές (Α)
δυσηχής, με δυσάρεστο ήχο.