ἀνερείδω
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
A prop up, rest a thing on, τὸ πρόπσωπον τῇ χειρί dub. in Aristaenet.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερείδω: ὑποστηρίζω, στηρίζω τι ἐπί τινος, τί τινι, τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί, ἀμφίβολ. παρ’ Ἀρισταιν. 1. 22, ἀντὶ ἐνερείδουσα.