ἐκκαλαμάομαι
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
A pull out with a καλάμη, fish out: hence metaph., wheedle out, Ar.V.609.
German (Pape)
[Seite 761] med., mit der Angel herausholen, übertr., Ar. Vesp. 609.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκᾰλᾰμάομαι: ἀποθ., ἀπὸ τῶν διὰ καλάμου τοὺς ἰχθῦς ἀγρευόντων, ἁλιεύω, ψαρεύω, Ἀριστοφ. Σφ. 609.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
pêcher (comme) à la ligne.
Étymologie: ἐκ, κάλαμος.
Spanish (DGE)
(ἐκκᾰλᾰμάομαι)
pescar con caña, cóm. fig. pescar, sacar τῇ γλώττῃ <τὸ> τριώβολον Ar.V.609.
Greek Monotonic
ἐκκᾰλᾰμάομαι: (κάλαμος II. 2), αποθ., ψαρεύω με ψαροκάλαμο, σε Αριστοφ.