ἐμπεδόκαρπος

From LSJ
Revision as of 06:33, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (11)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπεδόκαρπος Medium diacritics: ἐμπεδόκαρπος Low diacritics: εμπεδόκαρπος Capitals: ΕΜΠΕΔΟΚΑΡΠΟΣ
Transliteration A: empedókarpos Transliteration B: empedokarpos Transliteration C: empedokarpos Beta Code: e)mpedo/karpos

English (LSJ)

ον,

   A ever-fruiting, Emp.77.

German (Pape)

[Seite 811] stets Früchte tragend; Empedocl. 287; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπεδόκαρπος: -ον, ὡς τὸ ἀείκαρπος, ὁ ἀεὶ φέρων καρπόν, Ἐμπεδ. παρὰ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 13, 2· - ἐν Πλουτ. 2. 649C, 723D, ἐμπεδόφυλλος, ἀλλὰ μόνον κατὰ λάθος ἐκ τοῦ συνωνύμου ἀείφυλλος.

Spanish (DGE)

-ον siempre fructíferode árboles, Emp.B 77.

Greek Monolingual

ἐμπεδόκαρπος, -ον (Α)
(για δέντρα, φυτά) αυτός που αποφέρει συνεχώς καρπό.