προοφείλω
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
Att. contr. προὐφ-,
A owe beforehand, πολλὰ πολλοῖς D.C. 47.16: metaph., π. κακόν τινι owe one an atonement, i.e. deserve evil at his hands, E.IT523; κακὸν ταῖς πλευραῖς π. owe one's ribs a mischief, i.e. deserve a beating, Ar.V.3; π. τι χρηστὸν τῇ πόλει παραινέσαι Id.Lys. 648:—Pass., to be due beforehand, of debts, ὁ προοφειλόμενος φόρος the arrears of tribute, Hdt.6.59, cf. X.HG1.5.7; τὸ ληφθὲν προωφέλετο ἱματιοκαπήλῳ Luc.Merc.Cond.38: generally, ἔχθρη προοφειλομένη ἐς Ἀθηναίους the hatred they had long had reason to feel, Hdt.5.82; εὐεργεσία προὐφειλομένη a kindness that has long remained as a debt, Th.1.32; προωφείλετο αὐτῷ κακόν a debt of punishment had long been owing to him, Antipho 5.61, cf. D.21.77; ἦν μοί τις οὐ μικρὰ π. χάρις Luc.Abd.15. II to be bound to do, τὸ προὐφείλειν καλῶς πράσσειν . . τούσδε E.Heracl.240.
German (Pape)
[Seite 738] (s. ὀφείλω), vorher verschulden bei Einem; κακὸν ταῖς πλευραῖς, Ar. Vesp. 3, Schlimmes für die Seiten, d. i. Prügel verdienen; χρηστὸν τῇ πόλει, dem Staate Gutes danken, ihm Dank für empfangenes Gutes schuldig sein, Lys. 648; pass. vorher, längst geschuldet werden, φόρος ὁ προοφειλόμενος, Her. 6, 59, der fällige Tribut, v. l. προσοφ.; 5, 82 ἔχθρα προοφειλομένη εἴς τινα, Feindschaft, die man längst mit Recht gegen Einen hegt; ξυμμαχίας προὐφειλομένης, Thuc. 1, 32; εἴπερ προωφείλετο αὐτῷ κακόν, längst Strafe verdienen, Andoc. 5, 61; vgl. B. A. 47, wo κακόν τι σαυτῷ προὐφείλεις erkl. wird; Dem. 21, 77.