ἐννήυσκλοι

From LSJ
Revision as of 07:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

Τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους → Money finds men friends → Invenit amicos hominibus pecunia → Was den Menschen Freunde findet, ist das Geld

Menander, Monostichoi, 500
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννήυσκλοι Medium diacritics: ἐννήυσκλοι Low diacritics: εννήυσκλοι Capitals: ΕΝΝΗΥΣΚΛΟΙ
Transliteration A: ennḗyskloi Transliteration B: ennēuskloi Transliteration C: enniyskloi Beta Code: e)nnh/uskloi

English (LSJ)

ὑποδήματα Αακωνικῶν ἐφήβων, Hsch. (ἐννήϊσκλοι cod.): fr. ἐννῆ and ὕσκλος.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
sandalias atadas con nueve correas, de nueve lazadas llevadas por los efebos laconios, Hsch.

Greek Monolingual

ἐννήυσκλοι (Α)
είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. του εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη του πέδιλου»].