ἐννήυσκλοι
From LSJ
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ὑποδήματα Λακωνικῶν ἐφήβων, Hsch. (ἐννήϊσκλοι cod.): fr. ἐννῆ and ὕσκλος.
Spanish (DGE)
-ων, οἱ
sandalias atadas con nueve correas, de nueve lazadas llevadas por los efebos laconios, Hsch.
Greek Monolingual
ἐννήυσκλοι (Α)
είδος πέδιλων τών Λακώνων εφήβων, τους ιμάντες τών οποίων περιτύλιγαν γύρω από το πόδι εννέα φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννή, διαλεκτ. τ. του εννέα με συναίρεση + ύσκλος «η άκρη του πέδιλου»].