ῥοπή

From LSJ
Revision as of 19:13, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοπή Medium diacritics: ῥοπή Low diacritics: ροπή Capitals: ΡΟΠΗ
Transliteration A: rhopḗ Transliteration B: rhopē Transliteration C: ropi Beta Code: r(oph/

English (LSJ)

ἡ, (ῥέπω)

   A turn of the scale, fall of the scale-pan, weight, Arist. Cael.307b33; μέχρι τοῦ μέσου τὴν ῥ. ἔχειν gravitate to... ib.297a28; downward momentum, τῷ μείζονι βάρει καὶ ῥ. πλείων παρέπεται Ph. Bel.69.21; ῥ. ποιεῖν make (counter-)weight, Thphr.CP5.4.7; ἁ γᾶ ἐρήρεισται ἐπὶ τᾶς αὐτᾶς ῥ. in equilibrium, Ti.Locr.97e; διαστρεφόντων τὴν ῥ. disturbing the balance, Plu.Cam.28.    2 metaph., balancing, suspense, ἀ δ' (sc. ἀ πόλις) ἔχεται ῤόπας Alc.25; ῥ. Δίκας A.Ch.61 (lyr.); ἐν οὖν ῥ. τοιᾷδε κειμένῳ S.Tr.82; ποντοναῦται . . λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες staking distant ventures on nice balancings, Id.Fr.555 ( = Philol.88.2); ῥ. βίου μοι the turning-point or sinking-point of life, i.e. death, Id.OC1508; ῥ. 'στιν ἡμῶν ὁ βίος ὥσπερ ὁ ζυγός Men.Mon.465.    b turn of the scale, ποιεῖν ῥ. turn the scale, Arist.Pol.1295b38; τοῦ πολέμου Isoc.12.50; πολλάκις μικραὶ δυνάμεις μεγάλας τὰς ῥ. ἐποίησαν Id.4.139; μεγάλην ἔσεσθαι τὴν ῥ., εἰ . . Id.14.33; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνοντα τὸν πόλεμον Plb.1.20.7, cf. Trag.Adesp.102: hence, decision, outcome, βλέπω δύο ῥ.· ἢ γὰρ θανεῖν δεῖ μ' . . ἢ . . E.Hel.1090; ἀσθενεῖς καὶ ἐπὶ ῥ. μιᾶς ὄντες at the mercy of a single weighing in the scales, Th.5.103.    II weight placed in the scale-pan, Arist.Mech.850a13; esp. small additional weight, make-weight, casting weight, IG22.1013.35, al.; ὡς ῥ. ἐκ πλαστίγγων LXX Wi.11.22; ὡς ῥ. ζυγοῦ ἐλογίσθησαν 'as dust in the balance', ib.Is.40.15; οὐδ' ὅσον ῥ. Herod.7.33.    2 metaph., σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥ. casting weight, S.OT961; σῶμα νοσῶδες σμικρᾶς ῥ . . δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν Pl.R.556e; δέδορκε φῶς ἐπὶ σμικρᾶς ῥ. E.Hipp.1163, cf. Plu.Art.30.    b δεῖ ῥ. διδόναι ταῖς αὑτῶν πατρίσι τοὺς συγγραφέας give the casting weight to... Plb. 16.14.6.    c weight, decisive influence, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ A.Pers.437; μεγάλη γὰρ ῥ., μᾶλλον δὲ ὅλον, ἡ τύχη παρὰ πάντα τὰ πράγματα D.2.22; ῥ. ἔχειν have influence, Id.11.8, cf. SIG761.5 (Delph., i B.C.); ἔχει τι βρῖθος καὶ ῥ. πρὸς τὸν βίον Arist.EN1101a29, cf. 1094a23, 1172a23; πλείστην παρέχεται ῥ. εἰς τὸ νικᾶν Plb.6.52.9.    III decisive moment, crisis (i.e. victory), καὶ τὸν Βαλαὰμ . . ἀπέκτειναν ἐν τῇ ῥ. LXX Jo.13.22: so generally, moment, πρὸς μίαν ῥ. . . διεφθάρη in one moment, ib.Wi.18.12; ὑστάτην βίου ῥ. αὑτοῖς ἐκείνην δόξαντες εἶναι ib.3 Ma.5.49; ἐν ῥοπῆς καιρῷ βραχεῖ AP11.289 (Pall.).    IV discount deducted from a payment, PLond.3.780.4 (vi A.D.), POxy.143.3 (vi A.D.), etc.; perh. illicit commission, Cod. Just.4.59.1.1.

German (Pape)

[Seite 849] ἡ, die Neigung, bes. die Senkung, Neigung der Wagschaale u. der dadurch bewirkte Ausschlag, wie Plut. Camill. 28; vgl. Inscr. bei Böckh's Staatshh. II p. 347; allmälige Bewegung nach unten, Senkung, Wucht, Schuß, ὡς τοῖσδε καὶ δὶς ἀντισηκῶσαι ῥοπῇ, Aesch. Pers. 429, übertr., der Ausschlag, die Entscheidung, ῥοπὴ δ' ἐπισκοπεῖ δίκαν, Ch. 59; σμικρὰ παλαιὰ σώματ' εὐνάζει ῥοπή, Soph. O. R. 961; ἐν ῥοπῇ τοιᾷδε κείμενος, Tr. 82, wo der Schol. erkl. ἐν κινδύνῳ καὶ ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἱστάμενος; ῥοπὴ βίου μοι, O. C. 1504, der Wendepunkt oder die Neige des Lebens, der Augenblick des Todes; ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς, Eur. Hipp. 1163; ἁ πόλις ἔχεται ῥοπᾶς, Ar. Vesp. 1235; ἐπὶ ῥοπῆς μιᾶς ὄντες, Thuc. 5, 103; ὥςπερ σῶμα νοσῶδες μακρᾶς ῥοπῆς ἔξωθεν δεῖται προσλαβέσθαι πρὸς τὸ κάμνειν, Plat. Rep. VIII, 556 e; Folgde; μεγάλας τὰς ῥοπὰς ποιεῖν, Isocr. 4, 139; μεγάλη γὰρ ῥοπή, μᾶλλον δὲ τὸ ὅλον ἡ τύχη παρὰ πάντ' ἐστὶ τὰ ἀνθρώπων πράγματα, das Glück entscheidet Alles, Dem. 2, 22; ἐν προσθήκης μέρει ῥοπὴν ἔχει τινὰ καὶ χρῆσιν, 11, 8. öfter; τῇ τῶν γερόντων προσκλίσει καὶ ῥοπῇ, durch ihren Beitritt, der entscheidend war, Pol. 6, 10, 10; εἰς ἑκάτερα τὰ μέρη ῥοπὰς λαμβάνει ὁ πόλεμος, 1, 29, 7, das Kriegsglück neigt sich abwechselnd auf beide Seiten; τοῦτο πλείστην παρέχεται ῥοπὴν εἰς τὸ νικᾶν, 6, 52, 9; Plut. vrbdt ἦν ἐπὶ σμικρᾶς ῥοπῆς ὁ Ἀρταξέρξης, Artax. 30, es bedurfte eines geringen Umstandes, um zu seinem Tode den Ausschlag zu geben; – ῥοπὴν καὶ δύναμιν ἔχειν πρὸς ἀρετήν τε καὶ εὐδαίμονα βίον, Arist. eth. 10, 1, Einfluß worauf haben.