σάττω
English (LSJ)
Ion. σάσσω Hp.Morb.2.14: impf.
A ἔσαττον Pherecr.78: aor. ἔσαξα Hdt.3.7, X.Oec.19.11, Alex.133.6:—Med., v. infr.1.1,4: —Pass., aor. ἐσάχθην, v. infr. 11: pf. σέσακται Cerc.3; imper. σεσάχθω Antiph.222.8; part. σεσαγμένος and 3pl. plpf. ἐσεσάχατο (v. infr.):—fill quite full, pack, stuff, πᾶς δ' ἀνὴρ ἔσαττε τεῦχος ἢ κόϊκ' ἢ κωρύκους Pherecr.l.c.; ἔσαττον τὰς γνάθους Eub.42.3: c. gen., σ. τῶν ἀρωμάτων (sc. τὴν κοιλίην) Hp.Steril.230; τὸ δέρμα κνεφάλλων σ. Theopomp.Com.45: c. dat., τυρῷ τε σάξον ἁλσί τ' (sc. τὸν σαῦρον) Alex. l.c., cf. Luc.Herm.65, Syr.D.48:—Med., ἵνα δῷς αὐτῷ τῶν τε γιγάρτων καὶ στεμφύλου κεράμια β σάξασθαι prob. in PCair.Zen.527 (iii B.C.); χρυσῷ σαξάμενος πήρην Orac. ap. Luc.Peregr.30, cf. D.L.6.9:—Pass., τὴν γαστέρ' ᾔων κἀχύρων σεσαγμένος Pherecr.161; ὁ σπλὴν σεσάχθω Antiph. l.c.; τὰ ἀγγεῖα σαττόμενα οὐδὲν μείζω γίνεται Arist.Pr.928b29. 2 τὸν καρπὸν . . σ. εἰς ἀγγεῖα pack it into jars, Plb.12.2.5. 3 press close, compress, σ. τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν X. Oec.19.11:—Pass., Arist.Mete.365b18, Pr.938b30. 4 τὰ σιδάρια δ[εσμὰ . . . ]σαι καὶ σάξαι dub. sens., perh. strengthen, SIG247I217 (Delph., iv B.C.):—Med., τὸ τεῖχος ἐσάξαντο they strengthened their wall, Hdt.5.34. II metaph., load, σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν (compared to an ἀγγεῖον) Arist.Pr.928b32:—Pass., τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων manned, X.Oec.8.8; πημάτων σεσαγμένος laden with woes, of a messenger, A.Ag.644; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν laden with spiritual riches, X.Smp.4.64; τρυφῆς ὑφ' ἡδοναῖσι σαχθέντες κέαρ Diog.Sinop.1.2 (prob.cj.); ἀνέρες ὧν τὸ κέαρ παλῶ σέσακται Cerc. l.c.; σὺν πορδακοῖσιν εἵμασιν σεσαγμένοι (σεσαγμένοις codd. Sch. Ar., om. codd. Str.) weighed down, Semon.21. III equip, provide with a store, σάξαντες ὕδατι [τὴν ἐσβολήν] equipping the entrance to Egypt with a store of water, Hdt.3.7:—Pass., Ὑρκάνιοι κατά περ Πέρσαι ἐσεσάχατο were equipped, Id.7.62, cf. 70, 73, 86; ἀσπιδιῶται χαλκῷ μαρμαίροντι σεσαγμένοι Theoc.17.94.
German (Pape)
[Seite 864] packen; – 1) von Kriegern, mit voller Waffenrüstung bepacken, vollständig bewaffnen, ausrüsten, mit allen Waffen versehen, Valck. Her. 7, 62. 70. 73. 86, wo immer das plusqpf. pass. ἐσεσάχατο steht; ἀσπιδιῶται χαλκῷ σεσαγμένοι, Theocr. 17, 94; überh. mit allem Erforderlichen an Kleidung, Kost u. dgl. beladen, versehen, ὕδατι σάττειν, mit Wasser hinlänglich versehen, Her. 3, 7. – Bes. von Reit-, Zug- u. Lastthieren, beladen, bepacken, aufschirren, ihnen den Pack- od. Saumsattel auflegen, Sp. (vgl. σάγμμ). – 2) anfüllen, vollmachen mit Etwas, τινός, wie τοιῶνδε μέντοι πημάτων σεσαγμένον, Aesch. Ag. 630; φορμοῖς ἀχύρων σεσαγμένοις, Pol. 1, 19, 13; τριήρης σεσαγμένη ἀνθρώπων, Xen. Oec. 8, 18; σεσαγμένος πλούτου τὴν ψυχήν, Conv. 4, 64; seltener c. dat. – Bes. auch mit Speise u. Trank anfüllen, sättigen, τὰς γνάθο υς, Eubul. bei Ath. XV, 571 f; u. übertr., σάττει καὶ πληροῖ τὴν ἐπιθυμίαν, Arist. probl. 21, 14. – In der Kochkunst, farciren, σπλὴν σεσάχθω Antiphan. bei Ath. VII, 295 d, σαῦραν τυρῷ σάξον Alex. ib. 322 d. – 3) feststampfen, festdrücken, σάξαις ἂν τὴν γῆν περὶ τὸ φυτόν, Xen. Oec. 19, 11, die Erde um die Pflanze festtreten; fest hineindrücken, εἴς τι, τὸν μὲν σάττουσιν εἰς ἀγγεῖα, Pol. 12, 2, 5; dah. pass. σάττεται, es drückt sich zusammen, fällt zusammen, setzt sich, Arist. meteor. 2, 7.