σκευάζω

From LSJ
Revision as of 19:39, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκευάζω Medium diacritics: σκευάζω Low diacritics: σκευάζω Capitals: ΣΚΕΥΑΖΩ
Transliteration A: skeuázō Transliteration B: skeuazō Transliteration C: skevazo Beta Code: skeua/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω Ar.Eq.372: aor. ἐσκεύασα Id.Ach.739, etc.; Dor. -αξα (κατ-) Ti.Locr.99a: pf. ἐσκεύακα Men.Sam.254:—Med., aor. ἐσκευασάμην Din.Fr.89.31: pf., v. infr.:—Pass., fut. -ασθήσομαι Gal.6.501 as cited by Orib.4.1.16 (σκευασθῇ codd. Gal.), (κατα-) D.19.219: pf. ἐσκεύασμαι, Ion. 3pl. ἐσκευάδαται Hdt.4.58, and so of plpf. -ατο, Id.7.62; used in med. sense, E.Supp.1057, Lys.Fr.54: (σκεῦος, σκευή):—prepare, make ready, esp. prepare or dress food, [πρόβατα] Hdt.1.207, cf. 73; ὅ τι ἄν τις . . σκευάσῃ Ar.Eq.53; ἄλφιτα ib.1104 (Pass.); ὄψον Alex.49, Philem.79.2, Thphr.Char.20.9; τὸ δεῖπνον Pl.Com.46.2; θοίνη Pl.Tht.178d (Pass.); σ. ἑλλέβορον μετὰ φαρμάκου Str.9.3.3; κρέα ὀπτὰ σ. D.S.2.59: metaph., ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι; Alex.133.1; περικόμματ' ἐκ σοῦ -άσω make mincemeat of you, Ar.Eq.372; ὑμᾶς . . φρυκτοὺς σκευάσω Id.V.1331:—Med., prepare for oneself, and then much like the Act., θοίνην E.HF956; ἄλφιτα Pl.R.372b.    2 generally, make ready, arrange, Hdt.1.80; make a barrier, IG12.44.9; κέραμον σ. ib.313.164; χαλινὸν . . χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι giving it him to make, Pl.Prm.127a; σ. ἡδονάς provide, procure, Id.R.559d:—Med., σ. τόξ' ἑαυτοῦ παισί made his arrows ready for (i.e. against) them, E.HF969; contrive, bring about, πόλεμον, προδοσίην σ., Hdt.5.103, 6.100.    3 collect σκεύη, of a burglar, h.Merc.285:—Med., c. acc., Lys.Fr.54, Din.Fr.89.31.    II of persons, furnish, supply, only in Pass., σιτίοισι εὖ ἐσκευασμένος καὶ προβάτοισι Hdt.1.188; ποταμοῖσι οὕτω Σκύθαι ἐσκευάδαται Id.4.58; ἐς πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα E.Supp.1057.    2 dress up, τὴν γυναῖκα σ. πανοπλίῃ Hdt.1.60; ἄνδρας τῇ τῶν γυναικῶν ἐσθῆτι Id.5.20; τὴν ἀδελφεὴν ὡς εἶχον ἄριστα ib.12; σ. τινὰ ὥσπερ γυναῖκα Ar.Th.591; χοίρως ὑμὲ -άσας Id.Ach.739; σ. [αὐτὴν] ὡς ἐδύνατο κάλλιστα X.An. 6.1.12; οὕτω σκευάσαντες ἑαυτούς Plu.Caes.31; also σ. τοὺς θεράποντας ἐς ὑπηρέτας, ἐς στρατιώτας, App.BC4.45,46; σ. εἴδωλόν τινι dress up an effigy of him, Hdt.6.58:—Pass., ἐσκευασμένοι accoutred, Th.4.32; εὐνοῦχος ἐσκευασμένος dressed up as... Ar.Ach.121; rarely of things, τὰ προπύλαια τύποισι . . ἐσκευάδαται are decorated with... Hdt.2.138.    III cheat, cozen, Men.Sam.254. (From iii B.C. sts. written σκεα-, as παρασκεαστέον PTeb.703.248.)

German (Pape)

[Seite 893] bereiten, anrichten, machen, zurecht od. fertig machen; insbesondere Speisen zubereiten, zurichten, Her. 1, 73. 207; ἐπίστασαι τὸν σαῦρον ὡς δεῖ σκευάσαι, Alexis bei Ath. VII, 322 c; κωλήν τις ίδίως σκευαζόμενος, ib. I, 7 c; τὰ ἑφθὰ πάντα μεθ' ὕδατος ἐσκεύασται, Xen. Cyr. 6, 2, 28; τινὰς φρυκτούς, Ar. vesp. 1331; τινὰ ὡςπερ γυναῖκα, Thesm. 591; περικόμματ' ὲκ σοῦ σκευάσω, Equ. 372; ἐσκευασμένα ἄλφιτα, 1100; einrichten, Thuc. 2, 15; ἡδονάς, Plat. Rep. VI 11, 559 d; χαλινόν τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκε υάσαι, einen Zügel zu machen verdingen, Parm. 127 a, u. pass., σκευαζομένης θοίνης, Theaet. 178 d; ὀρχηστρίδα εἰσάγει, σκευάσας ὡς ἐδύνατο κάλλιστα, ausputzen, Xen. An. 5, 9, 12. – Bes. ein Kriegsheer mit allem Nöthigen versehen, Her. 1, 60. 80; bewaffnen, bekleiden, γυναῖκα πανοπλίᾳ, 5, 12; τινὰ ἐσθῆτι, 5, 20. – Dah. σκευάζειν εἰς ὁπ λίτας, εἰς ὑπ ηρέτας, zu Schwerbewaffneten ausrüsten, zu Dienern einkleiden, Schweigh. App. 7, 32; εἰς Βάκχας, εἰς Σατύρους, als Bacchantinnen, als Satyrn auskleiden, Plut. – Med. für sich bereiten, σκευάζεται θοίνην, Eur. Herc. Fur. 956; εἴς τι πρᾶγμα νεοχμὸν ἐσκευάσμεθα, Suppl. 1057; ἄλφιτα σκευαζόμενοι, Plat. Rep. II, 372 b; u. überh. bereiten, anstiften, πόλεμον, προδοσίαν σκευάζεσθαι, Verrath anstiften, Her. 5, 103. 6, 100; ἐσκευασμένος, u. in der 3. Pers. plur. pert. u. plusquampf. ἐσκευάδαται, ἐσκευάδατο, 4, 58. 7, 62. 66. 86. – Intrans., σκευάζειν κατ' οἶκον, herumwirthschaften im Hause, Wirthschaft und Unruhe machen, H. h. Merc. 285.