seguridad
From LSJ
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
Spanish > Greek
τὸ ἀδεές, ἐκθάρσημα, ἐκθάρρησις, ἐκβεβαίωσις, ἀσφάλειος, ἀσφάλεια, ἀβλαβία, ἄδεια, ἀμεριμνία, ἀσφαλής, βέβαιος, βεβαιότης, ἀτρεμιότης, ἀδιαμάρτητος, ἀσυλία, ἀκίνδυνος, ἀνεπιβούλευτος, ἀβλάβεια, ἀπημονίη, ἀσαλέα, διαβεβαίωσις, ἐνέγγυον, ἀρραβών, γνῶμα, ἀψεύδεια