suspensión
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Spanish > Greek
αἰώρησις, βάσταγμα, βασταγή, βασταγμός, ἀνάληψις, ἀνάρτησις, ἀνάσχεσις, ἄρτημα, ἄρτησις, ἐγκλεισμός, ἐκεχειρία, ἐκκρέμασις, ἐκκρεμασμός, ἐνάρτησις, ἐξάρτησις