σταθμάω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
English (LSJ)
Ion. σταθμ-έω Hdt.2.150 (Med.), Hp.Nat.Puer.30 (Pass.): —
A measure by rule (στάθμη) , πλέθρου σταθμήσας μῆκος εἰς εὐγωνίαν (sc. τὴν σκηνήν) E.Ion 1137; σ. τὸ ὕδωρ measure or weigh it, Ath.2.43b; certify as containing full measure, PTeb.5.86 (ii B.C.):—Pass., to be measured or weighed, σταθμεόμενα Hp. l.c., cf. LXX3 Ki.6.23: fut. Med. in pass. sense, ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται Ar.Ra.797: pf. Pass., ἐπὶ τρισὶν ἐστάθμηται Δελτωτὸν πλευρῇσιν Arat.234. II more freq. in Med. σταθμάομαι, Ion. σταθμόομαι (q.v.), measure, σταθμᾶτο . . ἄλσος πατρί Pi.O.10(11).45; τὰς τράφας (i.e. τάφρους) ὀρύξει . . ὅπου ἂν σταθμήσωνται οἱ νεωποῖαι SIG963.28 (Amorgos, iv B.C.); calculate, estimate distance or size, without actual measurement, Hdt.2.150; σ. ὅκως ἐξελεύσεται . . Id.9.37; μετρεῖν ἢ σ. Pl.Lg.643c; σταθμήσασθαι τοὺς ἀστερίσκους Call.Iamb.1.119. 2 metaph., measure, estimate, τινι by some criterion, σ. ταῖς χάρισι Pl.Grg. 465d; [ταύτῃ τῇ στάθμῃ] Luc.Hist.Conscr.63: abs., conjecture, S.OT 1111. 3 attach weight to a thing, take it into account, τούτων τι σ. ὧν ὅδε λέγει Pl.Ly.205a; εἴ τι δεῖ σταθμᾶσθαι τοῦτο Thphr. HP9.4.9.
German (Pape)
[Seite 927] ion. σταθμέω, mit dem Richtscheit messen, abmessen; πλέθρου σταθμήσας μῆκος εἰς εὐγώνιον, Eur. Ion 1137; – gew. als dep. med. σταθμάομαι, σταθμᾶτο ἄλσος, Pind. Ol. 11, 45; σταθμεύμενοι, Her. 8, 130; auch abwägen, wägen, ταλάντῳ μουσικὴ σταθμήσεται, passiv., Ar. Ran. 796; μετρεῖν ἢ σταθμᾶσθαι, Plat. Legg. I, 643 c; Gewicht oder Werth auf Etwas legen, schätzen, Lys. 205 a. – Uebtr., erwägen, ermessen, beurtheilen, Her. σταθμ ησάμενος, ὅκως ἐξελεύσεταί οἱ τὸ λοιπὸν τοῦ ποδός, 9, 37; χρή τι κἀμὲ σταθμᾶσθαι, Soph. O. R. 1111. Auch = vermuthen, schließen aus einer Sache, πρήγματι σταθμήσασθαι, Her. 2, 2, vgl. 8, 130, u. s. σταθμόω.