μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves
Dor. for στῆναι,
A v. ἵστημι.
στᾶμεν: Δωρ. αντί στῆναι, απαρ. αορ. βʹ του ἵστημι.