στεγάζω
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
English (LSJ)
A = στέγω, cover, ἀσπίδες στεγάζουσι τὰ σώματα X.Cyr.7.1.33; τὸ στεγάζον, of the body which covers the soul, Epicur.Ep.1p.21U., cf.pp.8,20 U. (Pass.); roof a building, IG22.1046.16 (i B.C.), LXX 2 Ch.34.11; [περιστάσεις] σ. γείσεσιν λιθίνοις OGI483.126 (Pergam., ii A.D.): metaph., στεγάσαι φρενὸς εἴσω Emp.3; ὕπνος σ. τινά covers, embraces, S.El.781:—Pass., στεγάζεσθαι τῇ γῇ Thphr.CP1.12.3, cf. X.Oec.19.13; πλοῖον ἐστεγασμένον a decked vessel, Antipho 5.22; ἵνα στεγασθῇ (sc. τὰ χώματα) be rendered water-tight, PSI5.486.10 (iii B.C.); [οἰκία] ἐστεγασμένη roofed, PCair.Zen.251.7 (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 931] = στέγω, bedecken; ὕπνον ἐμὲ στεγάζειν ἡδύν, Soph. El. 771, Schol. ἔχειν; – pass., Xen. Oec. 19, 13; πλοῖον ἐστεγασμένον, Antipho 5, 22.