στενός
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
Ion. στεινός, ή, όν, Aeol. στένος Alc.Supp.34 (dub. l.):—
A narrow, opp. εὐρύς, πλατύς, Hdt.2.8 (Sup.), 4.195, al.; ψαλίς S. Fr.367; δίαυλος E.Tr.435; ἐσβολή Hdt.7.175 (Comp.); πόρος ib. 176; ἡ ἔσοδος Th.7.51; οὔτ' εὐρεῖα οὔτε στενὴ διαφυγή Pl.Lg.737a; ἐν στενῷ, Ion. στεινῷ, in a narrow space, A.Pers.413, Hdt.8.60. β; ποιεῖν τὸν δῆμον εὐρὺν καὶ σ. Ar.Eq.720; σ. ποδεών Hdt.8.31; ἔντερον Ar.Nu.161; πόροι, φλέβες, Ti.Locr.101a, Pl.Ti.66a; κεφαλή, πόδες, X.Cyn.5.30. 2 Subst., τὰ σ. the narrows, straits, of a pass, Hdt.7.223; of a sea, Th.2.86, etc.; of the straits of Gibraltar, Str.3.5.5; so τὸ σ. the strait (Hellespont), Luc.DMar.9.1; ἐπὶ σ. τῆς ὁδοῦ X.HG7.1.29; also ἡ στενή a narrow strip of land, Th.2.99; τὰ σ. passes, defiles, Phld.Rh.1.334 S. II metaph., close, confined, ἀπειληθέντες ἐς στεινόν driven into a corner, Hdt.9.34; σ. ζῶμεν χρόνον Men.410; εἰς στενὸν κομιδῇ τὰ τῆς τροφῆς τινι καταστήσεται D.1.22; εἰς σ. τοῦ καιροῦ φθείρεσθαι Alciphr.1.24. 2 scanty, petty, Pl.Grg.497c; ὑποθέσεις Plb.7.7.6; ἐλπίδες D.H.4.52; ἐρωτήσεις Philostr.VS2.30; small-minded, narrow-minded, in Adv. Comp., PGiss.40 ii7 (iii A.D.). 3 of sound and style, thin, meagre, Arist.Aud.803b24, Rh.1413b15; hard to pronounce, συλλαβὴ σ. καὶ δύστομος Phld.Po.2.15.—Choerob. in Theod.2.76 H., EM 275.50 say that στενός, like κενός, forms the Comp. and Sup. στενότερος, στενότατος, and these forms are explainable from *στενϝότερος, *στενϝότατος, which are implied by the Ionic forms στεινότερος, -ότατος (στεινότερος occurs in Hdt.1.181, 7.175, στενότερος in IG7.3073.109 (Lebad., ii B.C.), Pl.Phd.111d, X.Cyr.2.4.3 with v.l.); and στενοτάτου is required by the metre in Scymn.922; the form στενώτερος is however found in Hp.VM22, Arist.PA675a35, al. III Adv., στενῶς διακεῖσθαι to be in difficulties, PCair.Zen.498 (iii B.C.), PTeb. 760.19 (iii B.C.), D.L.8.86, cf. LXX 1 Ki.13.6.
German (Pape)
[Seite 935] ion. στεινός, eng, schmal, dünn; ὡς δὲ πλῆθος ἐν στενῷ νεῶν ἥθροιστο, Aesch. Pers. 405, τὰ στεινά, die Engen, Engpässe, Her. 7. 176. 223; οὔσης δὲ στενῆς τῆς εἰσόδου, Thuc. 7, 51; Ggstz εὐρύς, Plat. Legg. V, 737 a; comparat. στενώτερα, vulg. στεινότερα, Phaed. 111 d; so schwankt die Lesart auch Xen. Cyr. 2, 4, 3, die abweichende Form (στενότερος B. A. 1216) ist von dem ion. στεινός abzuleiten; εἰς στενὸν τὰ τῆς τροφῆς τοῖς ξένοις αὐτῷ καταστήσεται, Dem. 1, 22, auch = leicht, geringfügig, ὑπόθεσις, Pol. 7. 7, 6, ouch = mangelhaft, kärglich, Sp.