συγκατοικέω
From LSJ
Full diacritics: συγκατοικέω | Medium diacritics: συγκατοικέω | Low diacritics: συγκατοικέω | Capitals: ΣΥΓΚΑΤΟΙΚΕΩ |
Transliteration A: synkatoikéō | Transliteration B: synkatoikeō | Transliteration C: sygkatoikeo | Beta Code: sugkatoike/w |
A dwell with one, τινι Plu.Per.20: metaph., γέρων γέροντι συγκατῴκηεν πίνος S.OC1259.
[Seite 966] mit bewohnen, τῆς (ἐσθῆτος) ὁ δυσφιλὴς γέρων γέροντι συγκατῴκηκεν πίνος, Soph. O. C. 1261.