συμπεριφορά
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
ἡ,
A intercourse, companionship, society, Plb.5.26.15, Phld.Hom.p.21 O., D.S.3.64: pl., social intercourse, Phld. Ind.Sto.3, Cat.Cod.Astr.8(4).178. 2 accommodating temper, indulgence, complaisance, UPZ110.44 (ii B.C.), Plb.1.72.2, 23.2.10, Plu. 2.124b, POxy.1590.5 (iv A.D.); ἡ τῶν νόμων σ. Epicur.(?) Oxy.215 ii7; κατὰ -ὰν λέγειν Phld.Piet.115; ἡ πρὸς τὰ τέκνα σ. καὶ ὁμόνοια OGI308.17 (Hierapolis, ii B.C.); ὄχλων Jul.Or.6.200c; σ. ποιεῖσθαι Χρημάτων to be indulgent in demanding repayment, IG12(5).860.14 (Tenos, i B.C.).
German (Pape)
[Seite 987] ἡ, Umgang, Begleitung, Pol. 5, 26, 15 u. öfter, u. a. Sp.; Gefälligkeit und Nachgiebigkeit gegen Einen, συγγνώμην τοῖς ἀπόροις ἢ συμπεριφορὰν οὐδ' ἡντινοῦν ἐπ' οὐδενὶ τῶν πραττομένων (Tribute) διδόντες, Pol. 1, 72, 2; συμπεριφορᾶς τυγχάνειν, 24, 2, 10; dah. = Schmeichelei; Sp. auch wie συνουσία, Beischlaf, D. Sic. 3, 64.