πυρισώματος
From LSJ
διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)
English (LSJ)
ον,
A with body of fire, ib.595.
Spanish
Greek Monolingual
και πυροσώματος, -ον, Α
αυτός που έχει πύρινο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- / πυρο- (βλ. λ. πυρ) + -σώματος (< σῶμα, -ατος), πρβλ. λιμνο-σώματος].