συναιωρέομαι
From LSJ
Full diacritics: συναιωρέομαι | Medium diacritics: συναιωρέομαι | Low diacritics: συναιωρέομαι | Capitals: ΣΥΝΑΙΩΡΕΟΜΑΙ |
Transliteration A: synaiōréomai | Transliteration B: synaiōreomai | Transliteration C: synaioreomai | Beta Code: sunaiwre/omai |
Pass.,
A to be swayed with, συναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Pl.Phd.112b, cf. Plu.2.564d.
συναιωρέομαι: παθ., αἰωροῦμαι ὁμοῦ, ξυναιωρούμενον τῷ ὑγρῷ τὸ πνεῦμα Πλάτ. Φαίδων 112Β, πρβλ. Πλούτ. 2. 564D.