ὀδμή

From LSJ
Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

German (Pape)

[Seite 293] ἡ, = ὀσμή, Geruch, Duft; sowohl angenehmer, Wohlgeruch, κέδρου Od. 5, 59, ἡδεῖα 7, 210, θεσπεσίη οἴν ου 211, als unangenehmer, Gestank, von den Robben, πικρὸν ἀποπνείουσαι ἁλὸς πολυβενθέος ὀδμήν 4, 406, δεινὴ θεείου Il. 14, 415; ὀδμὰ κίδναται, Pind. frg. 95; τίς ὀδμὰ προσέπτα μ' ἀφεγγής; Aesch. Prom. 115; u. in Prosa, ῥόδα ὀδμῇ ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων, Her. 8, 138, ὀδμὴν βαρέαν παρέχεται, 2, 94, μεθύσκεσθαι τῇ ὀδμῇ, 1, 202; Sp., wie Plut. u. Luc., ὀδμὴ δεινὴ διεδέχετο ἡμᾶς, V. H. 2, 29.

Greek (Liddell-Scott)

ὀδμή: ἡ, παλαιότερος Ἐπικ. καὶ Ἰων. τύπος τοῦ ὀσμή, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
odeur.
Étymologie: R. Ὀδ, sentir ; cf. ὄζω.

English (Autenrieth)

(root ὀδ): smell, fragrance.

Greek Monolingual

ὀδμή, ἡ (Α)
(παλαιότ. επικ. τ.) βλ. οσμή.