μακρόθεν

From LSJ
Revision as of 07:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάκροθεν Medium diacritics: μακρόθεν Low diacritics: μακρόθεν Capitals: ΜΑΚΡΟΘΕΝ
Transliteration A: makróthen Transliteration B: makrothen Transliteration C: makrothen Beta Code: ma/kroqen

English (LSJ)

Adv.

   A from afar, Chrysipp.Stoic.3.199, LXX Jo. 9.15, PTeb.230 (ii B. C.), Str.3.3.4, etc.; ἀπὸ μ. Ev.Marc.5.6; of Time, from long since, Plb.1.65.7.

Greek (Liddell-Scott)

μακρόθεν: Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν κοινῶς: «ἀπὸ μακρυά», Χρύσιππ. παρ’ Ἀθην. 137F, Στράβ. 153, κτλ.· ἐπὶ χρόνου, ἀπὸ πολλοῦ καιροῦ, Πολύβ. 1. 65, 7. Πρβλ. Λοβεκ. Φρύνιχ. 93.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 de loin;
2 depuis longtemps.
Étymologie: μακρός, -θεν.

English (Strong)

adverb from μακρός; from a distance or afar: afar off, from far.

English (Thayer)

(μακρός), adverb, especially of later Greek (Polybius, others; cf. Lob. ad Phryn., p. 93); the Sept. for מֵרָחוק, רָחוק, etc.; from afar, afar: ἀπό prefixed (cf. Winer s Grammar, 422 (393); § 65,2; Buttmann, 70 (62)): T omits; WH brackets ἀπό); L T Tr WH in L T Tr marginal reading WH in T Tr WH in Alex.; 2Esdr. 3:13).

Greek Monolingual

(AM μακρόθεν)
επίρρ. από μεγάλη απόσταση, από μακριά
μσν.
1. σε μεγάλη απόσταση, μακριά
2. (με άρθρο ως επίθ.) απομακρυσμένος
3. ως ουσ. αυτός που δεν είναι συγγενής, ξένος
αρχ.
από πολύ καιρό, από παλιά («φυλάττεσθαι μακρόθεν ἐναργέστατ' ἄν ἐκ τῆς τότε περιστάσεως συνθεωρήσειε», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρός + επιρρμ. κατάλ. -θεν].