συνοικοδεσποτία

From LSJ
Revision as of 12:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικοδεσποτία Medium diacritics: συνοικοδεσποτία Low diacritics: συνοικοδεσποτία Capitals: ΣΥΝΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΙΑ
Transliteration A: synoikodespotía Transliteration B: synoikodespotia Transliteration C: synoikodespotia Beta Code: sunoikodespoti/a

English (LSJ)

ἡ,

   A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.

Greek Monolingual

ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.