χρηστοεπής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
-ές, Α
1. αυτός που μιλά με χρηστότητα, που λέει χρηστά λόγια
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστοεπές
η χρηστοέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + -επής (< ἔπος «λόγος»), πρβλ. ἀμετρο-επής].